- λιγδής
- ο , λιγδου η грязнуха, грязнуля; неряха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιγδής — και λίγδης, ο, θηλ. λιγδού [λίγδα] λιγδιάρης, βρομιάρης, ρυπαρός … Dictionary of Greek